Τρίτη 29 Ιανουαρίου 2013

Πολεμώντας την Παγκοσμιοποίηση


ΤΟ ΦΟΡΟΥΜ ΤΗΣ ΓΕΝΟΒΑΣ ΣΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΟΘΟΝΗ






Δείτε την ταινία εδώ...


Το αίμα του Κάρλο Τζουλιάνι δεν είχε στεγνώσει από την πλατεία Αλιμόντα της Γένοβα όταν η αστυνομία του Μπερλουσκόνι αποφάσισε να εισβάλλει τη νύχτα της 21ης Ιουλίου του 2001 με τριακόσιους τσελερίνι, τους ματατζήδες της Ιταλίας, στο Κέντρο Επικοινωνίας του Κοινωνικού Φόρουμ της Γένοβας, που είχε μετατραπεί σε ένα είδος πανδοχείου, για να αφήσει πίσω της 87 τραυματίες και να πραγματοποιήσει 93 συλλήψεις. Η απάνθρωπη κρατική βία συνεχίστηκε στο κολαστήριο του Μπολτζανέτο, όπου βασανίστηκαν ιταλοί και ξένοι ακτιβιστές.
Η Διεθνής Αμνηστία δεν έχει την παραμικρή αμφιβολία ότι η εισβολή στο σχολείο «Ντίαζ» αποτελεί μια εγκληματική πράξη: «τη μεγαλύτερη κατάργηση των δημοκρατικών δικαιωμάτων σε μια Δυτική χώρα από το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο». Αστυνομικοί, καραμπινιέροι, δεσμοφύλακες, γιατροί και νοσοκόμες των σωμάτων ασφαλείας βασάνισαν νεολαίους, φοιτητές, δημοσιογράφους, συνταξιούχους. Από τους 44 που καταδικάστηκαν, 29 συμμετείχαν στην εισβολή στο σχολείο «Ντίαζ». Από αυτούς που πήραν τις αποφάσεις, τους υψηλά ιστάμενους, όχι μόνο δεν διώχθηκε κανείς, αλλά και όλοι τους πήραν προαγωγές! Ο πρώην νεοφασίστας Φίνι είναι σήμερα πρόεδρος της ιταλικής βουλής, ενώ ο χασάπης αστυνομικός διευθυντής ντι Τζενάρο διευθύνει πλέον τις ιταλικές μυστικές υπηρεσίες.
Έντεκα χρόνια μετά η σφαγή στο σχολείο «Ντίαζ» θα ξαναζήσει σε 200 ιταλικούς κινηματογράφους, που προβάλλουν από χθες την ομώνυμη ταινία «Ντίαζ - Μην καθαρίσετε αυτό το αίμα», αναβιώνοντας τις μνήμες ενός ολόκληρου κινήματος και πυροδοτώντας γύρω από αυτή έναν ζωντανό και πολλές φορές πολεμικό διάλογο.

Μόνο γεγονότα

O σκηνοθέτης Ντανιέλι Βίκαρι επιμένει ότι η ταινία στηρίζεται στα πρακτικά της δίκης για τα γεγονότα. Σε ό,τι αφορά τη σκληρή βία της ταινίας καθησύχασε την κοινή γνώμη ότι αποφεύχθηκαν χειρότερες σκηνές. «Στην Ιταλία υπάρχουν 300.000 ένστολοι και είμαι πεπεισμένος ότι το μεγαλύτερο τμήμα τους δεν συμμερίζονται τον τρόπο κοινωνικής λειτουργίας της αστυνομίας. Η ταινία δεν είναι πολιτική, δεν υπάρχουν θεωρίες, αλλά γεγονότα που επιβεβαιώθηκαν από τις αποφάσεις των δικαστηρίων. Δεν θέλουμε να πείσουμε κανένα. Η ταινία δεν έχει στόχο να δημιουργήσει αντιπαραθέσεις, αλλά να σκεφθούμε και να κάνουμε να σκεφθούν για το ρόλο και τη λειτουργία ορισμένων σωμάτων σε μια δημοκρατία που φαίνεται ώριμη. Το θέμα της ταινίας είναι ακριβώς για το τι είναι η δημοκρατία», τόνισε ο Βίκαρι. «Έκανα αυτή την ταινία γιατί γεγονότα σαν αυτά στο σχολείο «Ντίαζ», με την κατάργηση των πολιτικών ελευθεριών σε μια δημοκρατία, δεν πρέπει να συμβαίνει», συμπλήρωσε ο Βίκαρι.

Η πραγματικότητα ήταν πολύ χειρότερη

Όταν ο δικαστικός Τζούκα, που ήταν εισαγγελέας στη δίκη, ρωτήθηκε για την ταινία υπήρξε πολύ κατηγορηματικός και μάλιστα με ενυπόγραφο σχόλιό του στη καθημερινή εφημερίδα της Γένοβα ΧΙΧ Secolo: «Βίαιη η ταινία «Ντίαζ»; Η πραγματικότητα ήταν πολύ χειρότερη».
Το υπουργείο Εσωτερικών με εγκύκλιο της 15 Μαρτίου ζητά από τους αστυνομικούς να «μην μιλούν για την ταινία που θα κυκλοφορήσει» και πως οι αστυνομικοί «θα πρέπει να έχουν άδεια του υπουργείου για να σχολιάσουν την ταινία». Ο παραγωγός της ταινίας Ντομένικο Προκάτσι ζήτησε να προβάλλει τη «Ντίαζ» στην υπουργό Εσωτερικών, την «τεχνική» Άννα Μαρία Καντσελίερι, εισπράττοντας μια παρατεταμένη σιωπή.
Η πρώτη προβολή της ταινίας έγινε στη Γένοβα. Η αντίδραση του κοινού δεν διέφερε από τις παρουσιάσεις στις άλλες ιταλικές πόλεις. Νεκρική σιωπή, λυγμοί και χαμηλόφωνα συγχαρητήρια στον σκηνοθέτη και τον παραγωγό. Η «Ντίαζ» είναι μια ιταλική υπερπαραγωγή με 130 ηθοποιούς, 8 χιλιάδες κομπάρσους, 35 αστυνομικά αυτοκίνητα και το πραγματικό σχολείο «Ντίαζ» να ξαναζεί τον εφιάλτη. Ο Προκάτσι κατάφερε να γυρίσει την ταινία με χρηματοδότες από την Ιταλία, τη Ρουμανία και τη Γαλλία. Έβαλε ψευδώνυμα στους πρωταγωνιστές του, προκαλώντας μια άμεση αντίδραση της κινηματικής Ιταλίας που συμμετείχε στη Γένοβα ή σε αυτούς που παρακολουθώντας τις δίκες είχαν εξοικειωθεί με τα πρόσωπα της δίκης, από τους ακτιβιστές έως τους απαθείς σφαγείς και τους εντολοδόχους τους. Στο φεστιβάλ κινηματογράφου του Βερολίνου κέρδισε το βραβείο Panorama, ενώ στις 15 Μαΐου θα προβληθεί στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο χάρις στην επιμονή του Κοφεράτι, του πρώην γραμματέα του μεγαλύτερου ιταλικού συνδικάτου CGIL και ευρωβουλευτή σήμερα του Δημοκρατικού Κόμματος.

Αργύρης Παναγόπουλος



Αυτό που δεν λέει η ταινία

Ο Ανιολέτο, πρώην ευρωβουλευτής της Επανίδρυσης, υπήρξε ένας από τους πρωταγωνιστές του Κοινωνικού Φόρουμ της Γένοβα, διατηρούσε τις επαφές με την αστυνομία και αποτέλεσε πρωταγωνιστής του κατηγορητηρίου στις δίκες που ακολούθησαν. Με τον Λορέντζο Γκουαντανιούτσι, θύμα στο σχολείο «Ντίαζ», έγραψε το βιβλίο «Η έκλειψη της δημοκρατίας. Οι κρυμμένες αλήθειες για το G8 - 2001 της Γένοβα».

Του
Βιτόριο Ανιολέτο*


Μεγάλος διαφημιστικό θόρυβο έχει προκαλέσει τους τελευταίους μήνες η ταινία «Ντίαζ». Κριτικοί και δημοσιογράφοι επιβεβαιώνουν με τη σειρά τους αυτό που υπογραμμίζουν ο σκηνοθέτης και ο παραγωγός της ταινίας: «Τα γεγονότα που διηγείται η ταινία προέρχονται από τα δικόγραφα και τις αποφάσεις του δικαστηρίου και του εφετείου της Γένοβα». Σαν να λέμε: αυτό που βλέπετε στην ταινία είναι η αποδεδειγμένη αλήθεια. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι σκηνές, που δείχνουν την ωμή βία που άσκησε η αστυνομία στο σχολείο «Ντίαζ» και τα βασανιστήρια στο Μπολτζανέτο αποτυπώνουν για πρώτη φορά τι ακριβώς συνέβη στο σχολείο και στο στρατόπεδο-φυλακή. Σε αυτό έχει δίκιο ο Άντζελο Μαστραντρέα, που έγραψε στο «Μανιφέστο» στις 7 Απριλίου.
Το γεγονός αυτό αποτελεί τη μεγαλύτερη αξία που μπορεί να δικαιολογήσει να δει κανείς την ταινία. Ο κίνδυνος της λήθης είναι ισχυρός και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι κυβερνώντες μας εδώ και έντεκα χρόνια προσπαθούν να διαγράψουν από τη συλλογική μας μνήμη τα γεγονότα. Όποιος βγαίνει από την προβολή της ταινίας αισθάνεται αγανάκτηση από τη βαρβαρότητα της θεσμικής βίας που παρακολούθησε. Αυτό είναι το αποτέλεσμα της ταινίας, μια γροθιά στο στομάχι που δεν ξεχνιέται. Αυτή, όμως, η αναγνώριση δεν μπορεί να υποβαθμίσει την αξία μιας κριτικής ανάλυσης, που πρέπει να είναι ακόμη πιο σκληρή, αφού η ταινία τείνει να παρουσιαστεί ως αποτέλεσμα της ιστορικής και δικαστικής αλήθειας.

Αποσιωπούνται τα ονόματα των σφαγέων

Αυτά είναι λοιπόν τα βασικά στοιχεία της κριτικής μου:
Η ταινία «παραβλέπει τα ονόματα αυτών που πραγματοποίησαν και δικαιολόγησαν την επιχείρηση», έγραψε στην Κοριέρε ντέλα Σέρα στις 13 Φεβρουαρίου η Τζουζεπίνα Μανίν, αφού είδε την ταινία στο φεστιβάλ του Βερολίνου. Διηγείται ότι ο παραγωγός Ντομένικο Προκάτσι απάντησε ότι «Σε μια πρώτη στιγμή η σκηνοθεσία προέβλεπε τον πλήρη κατάλογο των παιδιών και των υπευθύνων της σφαγής. Μετά, όμως, οι κατηγορούμενοι μάς ζήτησαν να μην αναφέρουμε τα ονόματά τους. Σε αυτό το σημείο αποφασίσαμε να αφαιρέσουμε και τα ονόματα των άλλων». Ο σεβασμός για τα θύματα θα οδηγούσε τους παραγωγούς να μην αναφέρουν τα ονόματα των σφαγέων! Δεν γίνεται κατανοητό πια είναι η σύνδεση. Γιατί αυτά τα ονόματα γράφηκαν στα δικόγραφα, στα οποία αναφέρεται η ταινία. Τα ξαναβρίσκουμε στον κατάλογο με τους καταδικασμένους. Είναι σημαντικά πρόσωπα, άνθρωποι της εξουσίας, καταδικασμένοι από το εφετείο για βαριά αδικήματα και σήμερα έχουν επιφανείς θέσεις στις δυνάμεις της τάξης. Ούτε στις λίγες γραμμές που ακολουθούν τα γράμματα στο τέλος της ταινίας δεν εμφανίζονται τα ονόματα τους και δεν εξηγείται ότι όλοι αυτοί προβιβάστηκαν …
Διερωτώμαι ποιος είναι ο λόγος τέτοιας προφύλαξης και εάν έχει σχέση με την επιλογή του παραγωγού να στείλει αντίγραφο του σκηνοθετικού σχεδιαγράμματος, πριν ακόμη αρχίσει τα γυρίσματα, στο σημερινό αρχηγό της αστυνομίας Αντόνιο Μανγκανέλι, πρώην υπαρχηγό της αστυνομίας και που σύμφωνα με τον πρώην αστυνομικό διευθυντή Κολούτσι, σε ένα τηλεφώνημα που είχε καταγραφεί κατά τη διάρκεια της έρευνας, είχε πει: «Πρέπει να δώσουμε ένα καλό χτύπημα σε αυτό το δικαστή», αναφερόμενος στον εισαγγελέα Τζούκα. Είναι δύσκολο να φανταστούμε τι τίτλο είχε ο Μανγκανέλι για να διαβάσει πρώτος από όλους τη σκηνοθεσία.
Η ευθύνη για ό,τι συνέβη εκείνο το βράδυ στο «Ντίαζ» φαίνεται ότι φορτώθηκε σε εκείνο το άτομο που είχε έρθει από το Ρώμη, που ήταν ο Αρνάλντο λα Μπάρπερα, που πέθανε εδώ και καιρό από μια ασθένεια. Δεν φαίνεται στην ταινία ο ρόλος του τότε αρχηγού της αστυνομίας και σήμερα αρχηγού των μυστικών υπηρεσιών, Τζιάνι ντι Τζενάρο …
Ένα από τα διευθυντικά στελέχη της αστυνομίας που διοικούσε μια ομάδα που εισέβαλε στο «Ντίαζ», περιγράφεται ακόμη και ως ένα καταβεβλημένο άτομο με αμλετικές αμφιβολίες σε σημείο να ζητήσει συγγνώμη από τα θύματα. Φθάνει να καταλάβουμε σε αυτό το σημείο ποιες είναι οι πηγές των ντοκουμέντων και των στοιχείων.

Ούτε μια λέξη

Δεν γίνεται ούτε μια αναφορά στις δύο νοσοκόμες που κατήγγειλαν τα βασανιστήρια στο Μπολτζανέτο και αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν το σωφρονιστικό σώμα, στον αστυνομικό, ο οποίος επειδή συνεργάστηκε με τους δικαστικούς βρήκε σχισμένα τα λάστιχα του αυτοκινήτου του, στον πρόσθετο υπαρχηγό της αστυνομίας Αντρεάσι, του οποίου η καριέρα καταστράφηκε όταν αρνήθηκε να συμμετάσχει στην επιχείρηση «Ντίαζ». Όλα τα παραπάνω αποτελούν αποδεδειγμένα γεγονότα.
Δεν γίνεται ούτε μια αναφορά στο ρόλο των πολιτικών που συμμετείχαν στα γεγονότα της Γένοβα. Τίποτα για το Φίνι, τίποτα για το Σκαλόγια. Μόνο μια βιαστική αναφορά στον Μπερλουσκόνι. Δεν υπάρχει αναφορά ούτε για την επίσκεψη του τότε υπουργού Δικαιοσύνης Καστέλι στο Μπολτζανέτο τη νύχτα της 21ης προς την 22ης Ιουλίου του 2001. Η πολιτική φαίνεται ότι δεν είχε καμία ευθύνη.
Η διήγηση είναι ολοκληρωτικά αποξενωμένη από το χώρο και τον τόπο. Δεν εξηγείται γιατί 300.000 άτομα πήγαν στη Γένοβα τον Ιούλιο του 2001. Τι μπορεί να καταλάβει σήμερα ένας 20χρονος νέος; Για να μην αναφερθούμε σε κάποιον που θα τη δει μετά από χρόνια. Υπήρξε μια τεράστια καταστολή, αλλά γιατί; Τι ήθελαν όλα αυτά τα άτομα που τα σάπισαν στο ξύλο; Μυστήριο…
Ο θεατής παρασύρεται βέβαια από τη βία της αστυνομίας, αλλά νομιμοποιείται να σκεφθεί ότι βρίσκεται μπροστά σε απομονωμένα επεισόδια, που ανήκουν στο παρελθόν και οφείλονται σε μερικά «σάπια στοιχεία» και όχι σε δράσεις που σχεδιάστηκαν και διαχειρίστηκαν από αυτούς που ακόμη και σήμερα είναι επικεφαλής των θεσμών ασφαλείας μας. Αυτά υπάρχουν στα δικόγραφα και όχι στη φαντασία κάποιου εξτρεμιστή.