Για την «απελευθέρωση των Αγίων Τόπων» η εξαθλιωμένη Δύση κατέσφαξε και καταλήστεψε την εύπορη Ανατολή.
Άρθρο του Θεόδωρου Καρζή που δημοσιεύτηκε στα ΕΠΙΚΑΙΡΑ
Το προσκύνημα στους Αγίους Τόπους ήταν μια θρησκευτική πρακτική καθιερωμένη από τον 4ο κιόλας μεταχριστιανικό αιώνα, στις απαρχές της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Μετά το γνωστό από την Ιστορία θρησκευτικό ταξίδι της αγίας Ελένης, μητέρας του Μεγάλου Κωνσταντίνου, στην Ιερουσαλήμ, μυριάδες προσκυνητές απ’ όλα τα σημεία της «Νέας Ρώμης» βάλθηκαν να πορεύονται στα βήματά της, για ν’ αποτίσουν φόρο τιμής και πίστης στον Ιησού. Η πρακτική αυτή δεν διακόπηκε ούτε μετά την αραβική κατάκτηση μεγάλου μέρους της Ανατολής. Αντίθετα, μάλιστα, διευρύνθηκε, αφού προσκυνητές άρχισαν να συρρέουν και από τη μακρινή –για τα συγκοινωνιακά μέσα της εποχής– Δυτική Ευρώπη, ακόμη και από την Αγγλία.
Στα ομαδικά εκείνα χριστιανικά προσκυνήματα, από τη μουσουλμανική πλευρά δεν εκδηλωνόταν καμιά επίσημη παρέμβαση. Μπορεί η αραβική διοίκηση να ελεεινολογούσε τους χριστιανούς που δεν εννοούσαν να πιστέψουν στον Μωάμεθ, αλλά τους ανεχόταν. Σε χρονικά της εποχής αναφέρεται πως οι χριστιανοί της Ανατολής ζούσαν με τους Άραβες κατακτητές ειρηνικά και ελεύθερα, αν δεν ευημερούσαν κιόλας. Αυτό ίσχυε πολύ περισσότερο για τους οπαδούς των πολυάριθμων χριστιανικών αιρέσεων που, ενώ είχαν υποστεί συνεχείς διωγμούς από τη βυζαντινή διοίκηση, τώρα απολάμβαναν την αραβική αδιαφορία για τις θρησκευτικές πεποιθήσεις τους. Η ανεκτική αυτή συμπεριφορά αναγνωριζόταν και από ορθόδοξους εκκλησιαστικούς παράγοντες. Τον 9ο αιώνα, ο Πατριάρχης της Αντιόχειας Θεοδόσιος έγραφε, μεταξύ άλλων, στον Πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης Ιγνάτιο:
Εικόνες Σταυροφόρων του 12ου αιώνα, καθώς «μάχονται τους Σαρακηνούς». Αλλά εκτός από τους «Σαρακηνούς», οι αυτοκαλούμενοι «απελευθερωτές των Αγίων Τόπων» κατέστρεψαν ολοκληρωτικά και τη χριστιανικότατη Βυζαντινή Αυτοκρατορία.
«Οι μουσουλμανικές Αρχές είναι δίκαιες και ούτε μας βλάπτουν ούτε μας συμπεριφέρονται βίαια».1
Ωστόσο, η ανεκτική συμπεριφορά των Αρχών δεν σήμαινε αυτόματα και την ασφάλεια των προσκυνητών. Κάθε άλλο. Οι κίνδυνοι των μακρινών εκείνων ταξιδιών ήταν πολλοί και μεγάλοι, όπως προκύπτει και από την ακόλουθη δραματική περίπτωση, που αναφέρεται σε μεσαιωνικό χρονικό:
Το έτος 1065, ο επίσκοπος της Βαμβέργης αιδεσιμότατος Γκίντερ (Günther) αποφάσισε να πάει στους Αγίους Τόπους. Μόλις η απόφασή του έγινε γνωστή, αυθωρεί εμφανίστηκαν και δήλωσαν συνοδοιπόροι του 12.000 άνθρωποι, άντρες, γυναίκες και παιδιά (!), ανάμεσά τους «και πρίγκιπες και βαρόνοι και πλούσιοι και φτωχοί». Σε πρώτη φάση, η ειρηνική ανθρωποθάλασσα κατόρθωσε να φτάσει στην Παλαιστίνη χωρίς ιδιαίτερες δυσκολίες και βάδισε προς την Ιερουσαλήμ. Καθώς όμως βρισκόταν μεταξύ Καισάρειας και Ραμάλας, ξαφνικά ξεπρόβαλε μια μεγάλη ομάδα Βεδουίνων, που άρχισε να εκτοξεύει εναντίον της καταιγισμό από βέλη. Από τους προσκυνητές, μερικοί «αναγκάστηκαν να πολεμήσουν», αναφέρει το χρονικό, άλλοι χρησιμοποίησαν για προστασία τις άμαξες που μετέφεραν τα γυναικόπαιδα, άλλοι απλώς γονάτισαν και προσεύχονταν, ελπίζοντας στην εξ ουρανού σωτηρία. Η σφαγή και η λεηλασία των αποσκευών κράτησε δύο ολόκληρες μέρες και «τελείωσε μόνο όταν τελείωσαν τα βέλη των ληστών και όταν άλλη λεία δεν είχε απομείνει»2.
Αρχίζουν οι Σταυροφορίες
Το έτος 1095, σε μια καθολική Σύνοδο στη γαλλική πόλη Κλερμόν (Clairmont), ο Πάπας Ουρβανός Β’ ρίχνει ξαφνικά την πρόταση μιας χριστιανικής «Σταυροφορίας για την απελευθέρωση των Αγίων Τόπων από τους απίστους». Η ιδέα δεν ήταν καινούρια, γιατί ήδη είχαν οργανωθεί «μικροσταυροφορίες» με στόχο χριστιανούς αιρετικούς, τόσο στη Γαλλία όσο και τη Γερμανία. Αλλά το καινούριο ήταν ότι αυτή τη φορά, κατά τον Ουρβανό, έπρεπε η Ευρώπη να εκστρατεύσει κατά της Ανατολής.
Η Δ΄ Σταυροφορία ήταν η μοιραία για την Κωνσταντινούπολη. Το έτος 1204, η άλλοτε «βασιλίς των πόλεων», ύστερα από σκληρή πολιορκία, θα πέσει στα χέρια των Σταυροφόρων. Είχαν ξεκινήσει για «ν’ απελευθερώσουν τους Αγίους Τόπους» και κατέληξαν να υποδουλώσουν τη μεγαλύτερη χριστιανική πρωτεύουσα. Εδώ μια έγχρωμη εικόνα από κώδικα του 15ου αιώνα, που αναπαριστά την τελική επίθεση των πολιορκητών και την αναρρίχησή τους στα τείχη της πόλης (Παρίσι, Βιβλιοθήκη του Ναυστάθμου).
Νεότεροι ιστορικοί έχουν αμφισβητήσει κατά πόσον η παπική πρόταση είχε πράγματι θρησκευτική βάση και όχι έναν πολύ διαφορετικό στόχο: την απαλλαγή της φτωχής Ευρώπης από τις εξαθλιωμένες μάζες της, που απειλούσαν τα κοινωνικά της θεμέλια, και τη διαρπαγή των θησαυρών της εύπορης Ανατολής. Όπως κι αν έχει το πράγμα, ο Πάπας απηύθυνε προς όλους τους καθολικούς ένα φλογερό διάγγελμα, μαζί με την ιερή υπόσχεση ότι: «Αν αυτοί που θα πάνε εκεί κάτω κατά το ταξίδι χάσουν τη ζωή τους στην ξηρά ή τη θάλασσα ή τη μάχη εναντίον των απίστων, οι αμαρτίες τους θα συγχωρεθούν την ίδια ώρα. Την άφεση τους την παραχωρώ με τη θέληση του Θεού, που Εκείνος μού την παραχώρησε».3
Το διάγγελμα δεν έχει διασωθεί ολόκληρο, αλλά ένας πασίγνωστος κληρικός της εποχής, ο Ροβέρτος ο Μοναχός4, βεβαιώνει ότι περιελάμβανε και μια παράγραφο που αντιπαρέβαλλε τον πλούτο της Ανατολής με τη φτώχεια της Δύσης. Δεν είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς την απήχηση που είχε ένα τέτοιο διάγγελμα σε πληθυσμούς θρησκομανείς και ενδεείς. Οι αμαρτωλοί από τη μια, δηλαδή όλοι, και οι πειναλέοι από την άλλη, δηλαδή οι περισσότεροι, άρπαξαν την ουρανοκατέβατη ευκαιρία ν’ ανταλλάξουν τη φτώχεια με τον πλούτο στη γη και την Κόλαση με τον Παράδεισο στον ουρανό. Μυριάδες άνθρωποι απ’ όλη την Ευρώπη άρχισαν να συρρέουν εκεί όπου οργανωνόταν η μεγάλη στρατιά για τον ιερό πόλεμο, άλλοι σιδερόφραχτοι και άλλοι ρακένδυτοι, άλλοι ένοπλοι και άλλοι άοπλοι. Άντρες, γυναίκες, παιδιά. Έτσι ξεκίνησε η πρώτη από τις οκτώ Σταυροφορίες που επρόκειτο να επακολουθήσουν και που η ιστορική διαδρομή τους θα διαρκούσε σχεδόν τρεις αιώνες.
Διασχίζοντας το Βυζάντιο
Η πορεία από την Κεντρική Ευρώπη προς την Ιερουσαλήμ περνούσε, φυσικά, μέσα από τα βυζαντινά εδάφη. Η ετερόκλητη στρατιά των βαρόνων, των κουρελήδων, των παπάδων και των γυναικόπαιδων προχώρησε προς τη Βαλκανική και, το δεύτερο χρόνο της πορείας, έφτασε μπροστά στα τείχη της Κωνσταντινούπολης. Στο διάστημα αυτό είχε λεηλατήσει και είχε ρημάξει όσες πολιτείες ή χωριά είχαν την ατυχία να βρεθούν στο δρόμο της.
Αυτοκράτορας ήταν τότε ο Αλέξιος Κομνηνός (1081-1118), άνθρωπος με στρατηγικά προσόντα, αλλά με εξασθενημένο κράτος, που βλέποντας αυτό το συρφετό τρόμαξε και αναρωτιόταν τι να πράξει. Από την απορία του τον έβγαλε ένας από τους αρχηγούς της εκστρατείας, ο κόμης Βοημούνδος Α’ (Bohemond), που ζήτησε να τον συναντήσει και του υπέβαλε αίτηση για αυτοκρατορική άδεια διέλευσης της Σταυροφορίας από τα βυζαντινά εδάφη, προκειμένου αυτή να φτάσει στον τελικό στόχο: την Ιερουσαλήμ.
Το έτος 1095, σε μια καθολική Σύνοδο στη γαλλική πόλη Κλερμόν, ο Πάπας Ουρβανός Β΄ ρίχνει ξαφνικά την πρόταση μιας χριστιανικής «Σταυροφορίας για την απελευθέρωση των Αγίων Τόπων από τους απίστους».
Ο Αλέξιος, μετά από πολλές διαπραγματεύσεις και άλλους τόσους δισταγμούς, αναγκάστηκε να συμφωνήσει, καθώς από τις επάλξεις των τειχών έβλεπε τα απειλητικά στίφη των «στρατιωτών του Χριστού» συγκεντρωμένα γύρω από την Κωνσταντινούπολη, έτοιμα να δώσουν το λόγο στα όπλα.
Όμως, οι επιπτώσεις της «άδειας» ήταν τόσο καταστροφικές, όσο θα ήταν και η διέλευση ενός απροκάλυπτα εχθρικού στρατεύματος. Από όπου κι αν πέρασαν οι ομόθρησκοι του αυτοκράτορα λεηλάτησαν και ρήμαξαν τον τόπο, όπως είχαν κάνει και κατά την πρώτη φάση της πορείας τους προς το Βυζάντιο. Σκότωσαν άντρες και βίασαν γυναίκες, χωρίς καμιά διάκριση αν τα θύματά τους ήταν μουσουλμάνοι ή χριστιανοί. Κι επειδή τη Σταυροφορία αυτή, όπως είπαμε, διαδέχτηκαν πολλές άλλες, τελικά οι επιδρομείς προκάλεσαν διοικητική εξάρθρωση, κρατικό κατακερματισμό, πληθυσμιακή αιμορραγία, ακόμη και εθνολογική αναστάτωση. Το τελευταίο, εξαιτίας των αναρίθμητων βιασμών και επιμειξιών με το θηλυκό πληθυσμό, από όπου προέκυψε ένα νέο γένος: οι λεγόμενοι «Γασμούλοι», βλαστοί των διασταυρώσεων και, φυσικά, άτομα χωρίς φυλετική συνείδηση.
Η ολοκλήρωση της βυζαντινής τραγωδίας θα έρθει το μοιραίο έτος 1204, με την Δ΄ Σταυροφορία, οπότε οι σιδερόφραχτες στρατιές της πετυχαίνουν να κυριέψουν την Κωνσταντινούπολη, μετατρέποντάς τη σ’ ένα από τα λατινικά ψευδοκράτη που είχαν ιδρύσει στην Ανατολή.
Αλλά η ολοκλήρωση της βυζαντινής τραγωδίας θα έρθει το μοιραίο έτος 1204, με την Δ’ Σταυροφορία, οπότε οι σιδερόφραχτες στρατιές της πετυχαίνουν να κυριέψουν την Κωνσταντινούπολη, μετατρέποντάς τη σ’ ένα από τα λατινικά ψευδοκράτη που είχαν ιδρύσει στην Ανατολή. Στα 57 χρόνια που διήρκεσε η Φραγκοκρατία, ποτέ η άλλοτε «βασιλίς των πόλεων» δεν είχε γνωρίσει τόση δυστυχία, κατάπτωση και αθλιότητα. Και μπορεί η πρωτεύουσα να ξαναπέρασε στα χέρια του Μιχαήλ Παλαιολόγου της Νίκαιας, αλλά το μίσος των Ελλήνων για τους Φράγκους ρίζωσε από τότε τόσο βαθιά, ώστε μερικοί να προτιμούν από αυτούς ακόμη και την υποδούλωση στους Τούρκους! «Δύο κακών προκειμένων το μη χείρον βέλτιστον»… Τέσσερις αιώνες αργότερα, επί Τουρκοκρατίας, ένας Δυτικός περιηγητής που πέρασε από την Πόλη θ’ ακούσει Ελληνίδες νοικοκυρές –όπως λέει– να τον φωνάζουν skylofranco5.
Μαρτυρίες φρίκης
Για να ξαναγυρίσουμε στην πορεία προς την Ιερουσαλήμ, τα όσα είπαμε έως τώρα για τη συμπεριφορά των «στρατιωτών του Χριστού» μόνο μια πολύ ωχρή ιδέα δίνουν της πραγματικότητας. Σε μερικές περιπτώσεις, η θηριωδία και η κτηνωδία τους ξεπέρασε τα όρια της φαντασίας. Θα μπορούσε, μάλιστα, κανείς να θεωρήσει ότι τα όσα γράφτηκαν σχετικά δεν είναι παρά κακοήθη εφευρήματα των εχθρών της χριστιανικής Δύσης, αν δεν υπήρχαν μαρτυρίες από τους ίδιους τους ανθρώπους που έλαβαν μέρος στην Α’ Σταυροφορία.
Η Ιερουσαλήμ, επιτέλους, απελευθερώθηκε από τους απίστους και οι απελευθερωτές της έχουν επιδοθεί σε μιαν απ’ άκρη σε άκρη λεηλασία της. Η μικρογραφία αυτή, από χειρόγραφο του 15ου αιώνα, απεικονίζει τη στιγμή όπου η λεία συγκεντρώνεται σε κεντρικό σημείο της πόλης, υπό τα βλέμματα των πριγκίπων και των βαρόνων. Αυτοί θα ορίσουν τον τρόπο της διανομής της (Σαντιγύ, Μουσείο Κοντέ).
Όπως, από το Γάλλο χρονικογράφο Ραούλ ντε Καν (Raoul de Caen): «Στη Μάαρα –πόλη κοντά στην Αντιόχεια– οι δικοί μας έβραζαν σε χύτρες τους ανθρώπους και καταβρόχθιζαν παιδιά ψημένα στη σούβλα». Ή από τον ομόθρησκο και συμπολεμιστή του Αλβέρτο του Αιξ (Albert d’ Aix): «Οι δικοί μας όχι μόνο δεν ένιωθαν απέχθεια να τρώνε Τούρκους και Σαρακηνούς, αλλά έτρωγαν και σκύλους». Ή, ακόμη, από τον Γιβέρτο του Νοζάν (Guibert de Nogent): «Και στη Μάαρα και παντού αλλού υπήρχαν καταγής κομμάτια από μουσουλμανικά πτώματα. Η πείνα, τότε, ανάγκασε τους στρατιώτες μας να κάνουν πράξεις κανιβαλισμού –αλλά να ξέρουμε πως οι Φράγκοι τα έπρατταν αυτά μυστικά και όσο πιο σπάνια ήταν δυνατόν. Τότε, μια ειδεχθής φήμη κυκλοφόρησε ανάμεσα στους απίστους: έλεγαν ότι υπήρχαν άντρες στο φράγκικο στρατό που από γούστο τρέφονταν με σώματα Σαρακηνών. Όταν το άκουσαν αυτό οι Ταφούροι, οι πιο εξαθλιωμένοι από τους πεζικάριους και μάλλον περιθωριακοί, για να εντυπωσιάσουν τον εχθρό ψήσανε στη φωτιά το κομματιασμένο σώμα ενός Τούρκου, σαν να ήταν κρέας για γεύμα, και το επιδείκνυαν στους άντρες του τουρκικού στρατού».6
Λίγο πριν από την κατάληψη της Αντιόχειας, όπου οι εισβολείς δεν άφησαν λίθον επί λίθου και άνθρωπον εν ζωή, ένας πολύ ισχυρός σεισμός συγκλόνισε το έδαφος κάτω από τα πόδια των Σταυροφόρων και ακολούθησε μια ραγδαία, ασταμάτητη βροχή. Οι χριστιανοί είδαν σ’ αυτό το φαινόμενο ένα σημάδι θεϊκής οργής για τα εγκλήματά τους κι ένας από τους ηγέτες της εκστρατείας, ο βαρόνος Αλδεμάρ του Πουί (Aldhemar de Le Puy), διέταξε τους άντρες του να νηστέψουν και να προσεύχονται επί τρεις ημέρες. Μόνο που η διαταγή αυτή ήταν χωρίς αντικείμενο, γιατί τα τρόφιμα είχαν ήδη σωθεί και ο λιμός απειλούσε ολόκληρο το στράτευμα. Οι βαρόνοι βέβαια έτρωγαν, αλλά από τους υπόλοιπους ρακένδυτους, ένας στρατιώτης στους επτά πέθαινε από πείνα7.
Η σφαγή της Ιερουσαλήμ
Ο Ιησούς ευλογεί τον αυτοκράτορα Αλέξιο Κομνηνό, σε βυζαντινή εικόνα της εποχής. Παρά την ευλογία, ο ατυχής Αλέξιος δεν κατόρθωσε να σώσει την αυτοκρατορία από τη μανία των (ομόθρησκών του) Σταυροφόρων…
Τρία χρόνια μετά το ξεκίνημά τους από την Κεντρική Ευρώπη, ύστερα από αναρίθμητες περιπέτειες και άλλες τόσες θηριωδίες, ο πολυεθνικός συρφετός των σιδερόφραχτων βαρόνων, των ρακένδυτων τυχοδιωκτών και των γυναικόπαιδων φτάνει τελικά μπροστά στα τείχη της Ιερουσαλήμ. Είναι η 7η Ιουνίου του σωτηρίου έτους 1099. Την πολιορκούν επί 40 ημέρες, κατασκευάζουν ξύλινους πύργους στο ύψος των τειχών και σκαρφαλώνοντας κατορθώνουν να γίνουν κύριοι της ιερής πόλης. Οπότε, «στο εσωτερικό αυτών των ιερών τειχών, όπου άλλοτε είχε βαδίσει ο Χριστός, επιδίδονται χωρίς ηθικές αναστολές σε αποτρόπαιες σφαγές»8.
Η μερμηγκιά των πολιορκητών πλημμύρισε απ’ άκρη σε άκρη την πολιτεία και ρίχτηκε σε ολόκληρο τον πληθυσμό, ένοπλο και άοπλο, βυθίζοντάς τον στον τρόμο και πνίγοντάς τον στο αίμα. Στους τέσσερις αιώνες που η Ιερουσαλήμ βρισκόταν στα χέρια των Αράβων, οι άνθρωποι ουδέποτε είχαν αντιμετωπίσει τόση αγριότητα, ούτε είχαν υποστεί τέτοια συμφορά. Για δύο ολόκληρα 24ωρα, οι «στρατιώτες του Χριστού» περιέτρεχαν τους δρόμους σκοτώνοντας όποιον έβρισκαν μπροστά τους, με ξεχωριστή μάλιστα μανία αν τύχαινε να είναι μουσουλμάνοι ιερείς. Βίαζαν γυναίκες, άρπαζαν παιδιά από την αγκαλιά των μανάδων τους και τα ξεκοίλιαζαν, έσπαγαν τις πόρτες των σπιτιών και τα καταλήστευαν. Υπήρχαν στην πόλη και Εβραίοι, οι οποίοι είχαν καταφύγει στη συναγωγή τους. Εκεί οι νικητές έβαλαν φωτιά και τους έκαψαν όλους. Ένας από τους χρονικογράφους της Σταυροφορίας, ο αρχιεπίσκοπος Τύρου Γουλιέλμος (Guillaume de Tyr) γράφει επιγραμματικά και με ανατριχιαστική σαφήνεια: «Η πόλη παρουσίαζε τέτοιο θέαμα σφαγιασμού εχθρών, έναν τέτοιο καταιονισμό αίματος, ώστε ακόμη και οι ίδιοι οι νικητές δεν μπορεί παρά να είχαν κυριευτεί από φρίκη και αηδία».9
Στους τέσσερις αιώνες που η Ιερουσαλήμ βρισκόταν στα χέρια των Αράβων, οι άνθρωποι ουδέποτε είχαν αντιμετωπίσει τόση αγριότητα, ούτε είχαν υποστεί τέτοια συμφορά.
Κι ένας χρονικογράφος που θέλησε να μείνει ανώνυμος και τιτλοφόρησε το χρονικό του Ανώνυμη Ιστορία συμπληρώνει: «Τόσο ήταν το πλήθος των σφαγιασμένων, που οι δικοί μας περπατούσαν μέσα στο αίμα μέχρι τους αστραγάλους».10
Μερικές εκατοντάδες πολίτες που είχαν επιζήσει κατέφυγαν στο τεράστιο τέμενος του Αλ Ακσά και ανέβηκαν στη στέγη του. Ένας εκπρόσωπός τους απευθύνθηκε στον πρίγκιπα Τανκρέδο του Οτβίλ (Tancrède de Hauteville), ζητώντας έλεος για τους αμάχους. Ο Τανκρέδος αυτοστιγμεί το υποσχέθηκε με το λόγο της τιμής του. Οι περισσότεροι τον πίστεψαν, κατέβηκαν, βγήκαν από το τέμενος και οι Σταυροφόροι τούς κατέσφαξαν μέχρι τον τελευταίο. Τους λιγότερους, που είχαν μείνει στη στέγη, οι νικητές άφησαν να περάσει η νύχτα και το άλλο πρωί ανέβηκαν και τους αποκεφάλισαν, ανάμεσά τους και πλήθος γυναικών.
Ο συνολικός αριθμός των μουσουλμάνων που είχαν τέτοιο οικτρό τέλος στην Ιερουσαλήμ έφτασε τις 40.000.
Αλλά, βέβαια, πώς θα μπορούσε να ξεχαστεί και ο Χριστός, που στο όνομά του είχε δημιουργηθεί αυτή η εκατόμβη του αίματος και της φρίκης; Πριν ακόμη τελειώσει η σφαγή, οι βαρόνοι-αρχηγοί της Σταυροφορίας έβγαλαν τα παπούτσια τους και βάδισαν γυμνόποδες προς τον Πανάγιο Τάφο. Γονατιστοί και με δάκρυα στα μάτια, ευχαρίστησαν τον Σωτήρα που τους αξίωσε ν’ απελευθερώσουν τον τόπο του μαρτυρίου του από τους απίστους…
Δύο αιώνες μετά το τέλος των Σταυροφοριών, από τα νεότευκτα λατινικά ψευδοκράτη της Ανατολής δεν είχε απομείνει ούτε ένα. Ήταν τώρα η ώρα των Σελτζούκων και των Οθωμανών. Όμως, η φρικτή εμπειρία των Σταυροφοριών χαράχτηκε ανεξίτηλα στη συλλογική μνήμη του μουσουλμανικού κόσμου. Σήμερα ακόμη, σε κάθε αντιπαράθεση με το δυτικό κόσμο, οι μουσουλμάνοι δεν παύουν να υπενθυμίζουν τους Σταυροφόρους «εγκληματίες πολέμου» και να τους παραλληλίζουν με κάποιους συγχρόνους…
1. J.D. Mansi, Sacrorum Conciliorum Amplissima Collectio (31 τ.) τ. XVI, σσ. 26-27, Φλωρεντία – Βενετία 1759-1798.
2. Régine Pernoud, Les hommes de la Croisade, σσ. 19-20, Παρίσι 1982 (Fayard/Tallandier).
3. Στη Régine Pernoud, όπ.π., σ. 40.
4. Robert le Moine d’ Abrissel (1055-1117), ιδρυτής του Τάγματος του Φοντερό (Fonterrault).
5. Gaston Deschamps, Sur les routes d’ Asie, σ. 76, Παρίσι 1894.
6. Guibert De Nogent, Historia Hierosolymitana.
7. Steven Runciman, A History of the Crusades, τ. Ι, σ. 221, Κέμπριτζ 1951 (Cambridge University Press – Penguin Books).
8. Nadeije Laneyrie-Dagen, Les grandes tragédies, σ. 74, Παρίσι 1994 (Larousse).
9. Guillaume De Tyr, Histore des Croisades.
10. Nadeije Laneyrie-Dagen, όπ.π., σ. 74.