Θ. Ι. Ρηγινιώτης
Από τον 4ο αιώνα
μ.Χ. στην αιγυπτιακή έρημο άρχισε τη ζωή της η μακροβιότερη αναρχική
κοινωνία όλων των εποχών: οι χριστιανοί αναχωρητές. Ήταν άνθρωποι που ζούσαν
εκεί, για να βρουν την ησυχία που τους ήταν απαραίτητη για την προσευχή
τους. Όπως, όταν θέλεις ν’ ακούσεις έναν δίσκο με πολύ λεπτή μουσική,
κλείνεις πόρτες και παράθυρα και απομονώνεσαι στην πιο ήσυχη γωνιά σου (λέει
ο π. Σωφρόνιος του Essex), έτσι κι όταν θέλεις ν’
ακούσεις τη φωνή του Θεού απομονώνεσαι στο πιο ήσυχο μέρος που μπορείς να
βρεις. Δεν το κάνεις από μίσος ή αποστροφή προς τον κόσμο ή προς το σώμα σου
ή προς τις χαρές της ζωής κ.τ.λ. Αυτό έχει ξεκαθαριστεί πολλές φορές στην
ιστορία του χριστιανισμού. Απλώς, το πιο ήσυχο μέρος για ν’ ακούσεις είναι η
έρημος.
Η εκπληκτική αυτή κοινωνία της
«πανερήμου», όπως την ονόμαζαν, αν και περιελάμβανε μερικά μοναστήρια (που
ήταν οργανωμένες και ιεραρχημένες κοινότητες), στο σύνολό της ήταν
«αναρχική», γιατί δεν περιείχε καμιά απολύτως εξουσιαστική δομή, εκτός από
την άτυπη –αλλά πολύ ουσιαστική– σχέση δασκάλου και μαθητή, δηλαδή «γέροντα»
και «υποτακτικού». Με τη σχέση αυτή κάθε καινούργιος κάτοικος της ερήμου
εισαγόταν στις πνευματικές επιστήμες, όπως στην ταπείνωση και τη διάκριση
(την ικανότητα αξιολόγησης των πνευματικών εμπειριών). Η σχέση ήταν
ελεύθερη: έπρεπε να υπακούς απόλυτα στο γέροντά σου (να του εμπιστευτείς τη
ζωή σου, για να απελευθερωθείς από την εξάρτηση στις επιθυμίες σου), αλλά
μπορούσες να φύγεις από αυτόν, να πας σ’ έναν άλλο ή και να μείνεις χωρίς
γέροντα. Κανείς δε σε υποχρέωνε να κάνεις τίποτα.
Σ’ αυτή την κοινωνία, που ήταν
γεμάτη αγάπη πολύ περισσότερο από τις δικές μας συμβατικές κοινωνίες, πολλοί
έχασαν το δρόμο, αλλά και χιλιάδες αγίασαν. Στο Γεροντικό αναφέρεται
ότι ο άγιος Ιάκωβος της Πανεφώ, όταν ρωτήθηκε, από κάποιον αδύναμο μοναχό,
ώς πού μπορεί να φτάσει ο κάτοικος της πανερήμου, ύψωσε τα χέρια σε προσευχή
και φλόγες πετάχτηκαν από τα δάχτυλά του. «Αν θέλεις, γίνε όλος σαν φωτιά»
απάντησε.
Φυσικά η κοινωνία της
πανερήμου δεν ήταν αποκομμένη από την παγκόσμια Εκκλησία, ούτε επιθετική
απέναντι σε άλλες εκφάνσεις της χριστιανικής ζωής. Και, πολύ περισσότερο,
δεν αρνιόταν την ιεροσύνη και τα άγια μυστήρια, που μας παραδόθηκαν από το
Θεό για να μας βοηθήσουν στην ένωσή μας μ’ Εκείνον και μεταξύ μας. Γι’ αυτό
μοναστήρια και αναχωρητές συνυπήρχαν αρμονικότατα, ενώ κάποιοι αναχωρητές
κατέληξαν επίσκοποι και Πατέρες της Εκκλησίας, χωρίς να θεωρήσουν ότι αυτό
αντιστρατεύεται στον «δικό τους τρόπο» προσέγγισης του Θεού. Επισκέπτονταν
(ή είχαν ανάμεσά τους) ιερείς κανονικά χειροτονημένους από επίσκοπο,
λειτουργούσαν και κοινωνούσαν το άχραντο Σώμα και το τίμιο Αίμα του Χριστού.
Όμως η ιεροσύνη στην αρχαία και στην ορθόδοξη Εκκλησία δεν είναι
«εξουσιαστικός θεσμός», αλλά χάρισμα του Αγίου Πνεύματος, και ο ιερέας δεν
είναι κάποιος «αντιπρόσωπος του Θεού», αλλά ο φορέας του χαρίσματος (και της
ευθύνης) να τελεί τη θεία λειτουργία, την εξομολόγηση και τις άλλες
θεμελιώδεις εκκλησιαστικές πράξεις και να φέρνει τα άχραντα μυστήρια στους
χριστιανούς. Ο ίδιος, ως άνθρωπος, μπορεί να υποτάσσεται ως μαθητής σε έναν
άγιο διδάσκαλο, που να μην είναι ιερέας.
Το ότι κοινωνούσαν ακόμη και
οι πιο προοδευμένοι πνευματικά αναχωρητές, φαίνεται από περιπτώσεις όπως της
αγίας Μαρίας της Αιγυπτίας, που, αν και ζούσε στα βάθη της παλαιστινιακής
ερήμου και ήταν η ίδια μια μεγάλη διδασκάλισσα της αγιότητας, ο Θεός έστειλε
τον άγιο Ζωσιμά, να την κοινωνήσει πριν την κοίμησή της.
Έσβησε η πανέρημος;
Θα έλεγα πως η κοινωνία αυτή
διατηρήθηκε μέχρι τη μουσουλμανική κατάκτηση της βόρειας Αφρικής, αν και δεν
είμαι βέβαιος πως έπαψε ποτέ εντελώς να υπάρχει. Όμως το σπουδαίο είναι πως
γρήγορα ξεπήδησαν κι άλλες παρόμοιες «πανέρημοι», στην έρημο της
Παλαιστίνης, στη χερσόνησο του Άθωνα, στα δάση της Ρωσίας, αλλά και στα δάση
της Γαλλίας, στα νησιά γύρω από τη Βρετανία και σε πολλά άλλα μέρη της
Ευρώπης, όταν ολόκληρη η Ευρώπη γνώριζε μόνον ένα χριστιανισμό, τον
ορθόδοξο.
Ας σημειωθεί ότι κάθε αναρχική
κοινωνία, για να πραγματωθεί, χρειάζεται υψηλή πνευματική καλλιέργεια των
μελών της. Η καλλιέργεια αυτή ήταν η επιδίωξη των χριστιανών αναχωρητών, η
πνευματική πρόοδος, που πρώτο βήμα είχε την κάθαρση της καρδιάς και
τελευταίο –μιας μακράς και δύσκολης πορείας– την ένωση με τον Τριαδικό Θεό
διά του Χριστού, τη θέωση, που ταυτίζεται με την αγαπητική ένωση προς όλα τα
πλάσματα του κόσμου. Το τελευταίο φανερώνει και ότι η κοινωνία της πανερήμου
δεν ήταν «ιδιόρρυθμη» και «θνησιγενής», παρόλο που όλοι οι κάτοικοί της ήταν
άγαμοι. Ήταν άγαμοι, αλλά δεν ήταν στείροι –η κατάστασή τους υπερέβαινε το
γάμο, γιατί ο γάμος ξεκινά ως ένωση με έναν άνθρωπο, ενώ εκείνοι επιδίωκαν,
και πετύχαιναν στο βαθμό που προόδευαν, ένωση με όλους και με όλα. Ο μοναχός
είναι «ο πάντων κεχωρισμένος και πάσι συνηρμοσμένος» (χωρισμένος απ’ όλους
και ενωμένος με όλους) κατά τον ασκητικό συγγραφέα του 4ου αι.
Ευάγριο Ποντικό. Φυσικά ήταν άνθρωποι και των δύο φύλων.
Μια ακόμη διευκρίνιση: οι
αναχωρητές δεν ζούσαν απομονωμένοι, παρά μόνον κάποιοι που έφταναν στο
ανώτατο στάδιο πνευματικής προόδου (αγιότητας) και μπορούσαν να είναι τέλεια
ενωμένοι με όλους χωρίς να βλέπουν κανέναν (μα και ένας μεγάλος επιστήμονας
μπορεί να ζει εντελώς απομονωμένος, γιατί θέλει να ασχολείται απερίσπαστος
με την επιστήμη του). Οι μεγάλοι αυτοί δάσκαλοι (που ταυτίζονταν τόσο με
τους συνανθρώπους τους, ώστε ένιωθαν τη χαρά και τον πόνο των άλλων ως δικά
τους) είχαν υπερβεί και τις φυσικές ανθρώπινες ανάγκες –τον ύπνο, το φαγητό,
τη θερμότητα– ή μάλλον είχαν τόσο γεμίσει από τη χάρη του Τριαδικού Θεού,
έχοντας παραδώσει ολόκληρο τον εαυτό τους στα χέρια Του, ώστε ζούσαν ήδη τα
ύψη του παραδείσου και οι ανάγκες τους αυτές είχαν ξεπεραστεί από μόνες
τους. Ο μεγάλος τους ασκητικός αγώνας (οι νηστείες, οι αγρυπνίες, οι
χαμαικοιτίες [=το να κοιμούνται στο έδαφος]) συνέβαλλε σ’ αυτή την ένωση με
το Θεό, αλλά δεν την προκαλούσε αυτόματα, γιατί «υπάρχει ακραία άσκηση και
εκ του πονηρού», για να θυμηθούμε το λόγο της μεγάλης Μητέρας της ερήμου,
της αγίας Συγκλητικής. Ο ασκητικός αγώνας στον αρχαίο –και τον ορθόδοξο–
χριστιανισμό συμβάλλει στο απόλυτο άνοιγμα της καρδιάς μας προς το Θεό, δεν
είναι μια «πνευματική και σωματική εξάσκηση» που ενεργοποιεί «δικές μας
δυνάμεις» κάνοντάς μας «συνειδητούς και δυνατούς», όπως στις θρησκείες της
κεντρικής και ανατολικής Ασίας.
Ο κανόνας για τους ερημίτες
ήταν να ζουν σε συστάδες καλυβιών, σε κοντινή απόσταση μεταξύ τους, ώστε να
υπάρχει η οριακή ανθρώπινη σχέση που επιτρέπει την άσκηση της έμπρακτης
αγάπης, παρηγορεί στη μοναξιά της ερήμου και προστατεύει από τους πειρασμούς
– και ιδίως το μεγαλύτερο πειρασμό, την ψευδαίσθηση της αγιότητας, που
ονομάζεται, στη γλώσσα της ερήμου, «πλάνη». Γι’ αυτό στους βίους τους
υπάρχουν τόσοι σοφοί διάλογοι μεταξύ τους, αλλά και τόσες περιπτώσεις ζεστής
και βαθιάς συμπεριφοράς. Η έρημος δεν είναι απομόνωση.
Ο κοσμικός αναρχισμός και η
έρημος
Οι νεότεροι επαναστατημένοι
στοχαστές, που αποκαθήλωσαν το Θεό από την καρδιά τους, χωρίς να Τον έχουν
γνωρίσει ποτέ, ανακάλυψαν τον αναρχισμό, αλλά δεν έμαθαν για την ύπαρξη
αυτής της αναρχικής κοινωνίας, παρόλο που, όταν εκείνοι έγραφαν ή
αγωνίζονταν ποικιλότροπα, τουλάχιστον η ρωσική και η αθωνική πανέρημος
υπήρχαν στην ακμή τους. Η τελευταία (το Άγιο Όρος) ακμάζει και σήμερα, μέσα
από τις δυσκολίες και τις περιπέτειες της ανθρώπινης ιστορίας φυσικά.
Βέβαια, άγιοι αναδείχθηκαν και
συνεχίζουν ν’ αναδεικνύονται και στις πόλεις, αθόρυβα και ταπεινά, όπως
αρμόζει στον ταπεινό Θεό μας, που καμία σχέση δεν έχει με το μπαμπούλα του
γνωστού σε σας ηθικισμού. Όμως κάθε άγιος ή αγία –ακόμη και σε μια
πολυκατοικία ή σε μια πλινθοπαράγκα, όπου μπορεί να μεγαλώνει δέκα παιδιά–
έχει λίγη έρημο στην καρδιά του. Τη χρειάζεται, για ν’ αποσύρεται εκεί και
ν’ αφουγκράζεται την πιο λεπτή μουσική του κόσμου, την προσευχή.
Μ’ αυτή την ενατένιση της
αγιοτόκου πανερήμου, μέσα από επιτόπιες επισκέψεις ή από βιβλία σαν το
Γεροντικό, το Μητερικό, το Λειμωνάριο, τη Θηβαΐδα του
Βορρά, το Αγιορείται Πατέρες και αγιορείτικα (του γέροντα
Παΐσιου) κ.π.ά., θαρρώ πως είναι κατάλληλο να ξεκινήσει την πορεία του
όποιος θέλει να γνωρίσει αληθινά το χριστιανισμό. Μπορεί συχνά οι εμπειρίες
του να γίνουν σκανδαλιστικές, μπορεί κάποτε, άθελά του, να περάσει κι από
λάθος δρόμο. Όμως η ευχή των αγίων της ερήμου –της αμμώδους ερήμου της
Αιγύπτου και της Παλαιστίνης, της δασώδους ερήμου του Άθωνα, της δασώδους,
βαλτώδους ή παγωμένης ερήμου της Ρωσίας, των δασών της Ρουμανίας ή της
Σερβίας, ακόμη και της παγωμένης ερήμου της Αλάσκας, όπου αγίασαν ο άγιος
Γερμανός της Αλάσκας, ο άγιος Ιννοκέντιος Βενιαμίνωφ, ο άγιος Ιάκωβος
Νετσέτωφ κ.ά., αλλά και της τσιμεντένιας ερήμου της Ομόνοιας των Αθηνών,
όπου αγίασε ο γέροντας Πορφύριος– η ευχή όλων αυτών των δασκάλων ως
πολύτιμος σύντροφος και πολικός αστέρας θα τον συνοδεύει. Καλό ταξίδι.
Θ. Ι. Ρηγινιώτης
|
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου