Ενα Ντοκουμέντο του 1975 για τους Σχεδιασμούς της Ατλαντικής Ελίτ
Σε μια αποκαλυπτική συζήτηση,
οι υπουργοί Εξωτερικών των ΗΠΑ, της Βρετανίας, της Γαλλίας και της
Δυτικής Γερμανίας αναζητούν τρόπους για την ανάσχεση του «κομμουνιστικού
κινδύνου» στην Ευρώπη
Γράφει ο ΙΟΣ
Τι πιθανότητες υπάρχουν να πάρει την
εξουσία με εκλογές μια κυβέρνηση της Αριστεράς;
Πόσο μια τέτοια εξέλιξη καθίσταται αναπόφευκτη από την οικονομική κρίση
και την εκτίναξη της ανεργίας στα ύψη, που δικαιώνουν όσους
προειδοποιούσαν για
την πραγματική φύση του καπιταλισμού; Θα
τηρήσει άραγε μια νικηφόρα Αριστερά τις δεσμεύσεις της ή έχει άλλες
σκέψεις στο μυαλό της; Πόσο μπορεί να εμπιστευθεί κανείς τις
διαβεβαιώσεις της;
Τα παραπάνω ερωτήματα δεν αφορούν μόνο τη σημερινή Ελλάδα, καθώς το
δίδυμο Στουρνάρα-Σαμαρά αποδεικνύεται περίτρανα εξίσου ανίκανο και καταστροφικό για την κοινωνία με το
ντουέτο Παπανδρέου-Παπακωνσταντίνου. Ανάλογοι προβληματισμοί σημειώνονταν σε πανευρωπαϊκή κλίμακα πριν από τέσσερις δεκαετίες, όταν το ξέσπασμα της
κρίσης που πυροδότησε το πετρελαϊκό σοκ του 1973
έθεσε τέλος στις μεταπολεμικές αυταπάτες μιας ατέρμονης οικονομικής
ανάπτυξης που θα επέφερε διαρκή βελτίωση του βιοτικού επιπέδου (και) των
λαϊκών στρωμάτων.
Οπως τώρα, έτσι και τότε τα ερωτήματα αυτά δεν τα έθεταν μόνο όσοι
έβλεπαν σε μια ενδεχόμενη κυβέρνηση της Αριστεράς τη θετική προοπτική
ανάσχεσης των επιπτώσεων της κρίσης πάνω στα λαϊκά στρώματα. Από την
αντίθετη οπτική γωνία, το ίδιο ακριβώς έκαναν και τα πολιτικά επιτελεία
των κυρίαρχων τάξεων που είχαν κάθε συμφέρον να αποτρέψουν μια τέτοια
εξέλιξη ή να τη θέσουν κάτω από τον έλεγχό τους. Μια ζωντανή εικόνα
αυτών των τελευταίων προβληματισμών, αρκετά διαφωτιστική για το τότε
αλλά ενδεχομένως και για το σήμερα, παρέχει το ντοκουμέντο που παρουσιάζουμε σήμερα.
Πρόκειται για τα άκρως απόρρητα πρακτικά της συζήτησης που πραγματοποιήθηκε στις
12 Δεκεμβρίου 1975 στο πλαίσιο μιας
άτυπης συνάντησης των υπουργών Εξωτερικών των ΗΠΑ, της Βρετανίας, της Γαλλίας και της (τότε Δυτικής) Γερμανίας στην
κατοικία του Αμερικανού πρέσβη στις Βρυξέλλες, με αντικείμενο -μεταξύ
άλλων- την αποτίμηση του κινδύνου κατάληψης της εξουσίας από τους
Δυτικοευρωπαίους κομμουνιστές. Το πρωτότυπο έγγραφο αποχαρακτηρίστηκε το
2000 και το 2006 αναρτήθηκε στον ιστότοπο της αμερικανικής μη
κυβερνητικής οργάνωσης National Security Archive.
Πάνω,
οι ηγέτες των Κ.Κ. Ιταλίας(Μπερλινγκουέρ), Ισπανίας (Καρίγιο) και
Γαλλίας (Μαρσέ). Κάτω, τρεις από τος πρωταγωνιστές της σύσκεψης του 1975
(Κάλαχαν, Γκένσερ, Κίσινγκερ)
Η άνοδος των κομμουνιστών λόγω κρίσης βρέθηκε στο επίκεντρο των διαβουλεύσεων της «τετραμερούς»
Συναντήσεις όπως η παραπάνω καθιερώθηκαν αμέσως μετά το ξέσπασμα της πετρελαϊκής κρίσης του 1973, πραγματοποιούνταν στο
περιθώριο των συνόδων του ΟΗΕ ή του ΝΑΤΟ και
απέβλεπαν στην «ευέλικτη» διαχείριση των πολιτικών ζητημάτων της
Δυτικής -κυρίως- Ευρώπης από τις ηγέτιδες χώρες της Συμμαχίας, χωρίς τις
τυπικότητες των επίσημων οργάνων και την ενοχλητική παρουσία των
υπόλοιπων εταίρων. Η
«Τετραμερής Ομάδα» (Quadripartite Group) δεν είχε κάποιο θεσμικό καθεστώς κι ουσιαστικά λειτουργούσε ως
«φράξια» των τεσσάρων ισχυρών χωρών στο εσωτερικό του ΝΑΤΟ.
Στα απομνημονεύματά του από τη θητεία του ως υπουργού Εξωτερικών των
ΗΠΑ κατά την τριετία 1974-76, ο Κίσινγκερ αποφεύγει, έτσι, την παραμικρή
σχετική μνεία. Από την ανάγνωση των πρακτικών διαπιστώνουμε όμως πως η
συζήτηση μεταξύ των μελών της «τετραμερούς» διεξαγόταν σ’ ένα χαλαρό
(σχεδόν «καφενειακό») κλίμα που επέτρεπε να εκστομιστούν πολύ
περισσότερες αλήθειες απ’ ό,τι στις όποιες επίσημες συνεδριάσεις. Ως
ιστορική πηγή και πολιτικό ντοκουμέντο το κείμενο που ακολουθεί έχει, ως
εκ τούτου, ανυπολόγιστη αξία: μας επιτρέπει μια (φευγαλέα έστω) ματιά
στις εσωτερικές διεργασίες και λογικές των
ανώτατων πολιτικών κλιμακίων του ιμπεριαλιστικού κέντρου χωρίς την αυτολογοκρισία που συναντάμε σε απομνημονεύματα κι επίσημα κείμενα.
Αντικείμενο της συνομιλίας που παραθέτουμε ήταν η στάση των δυτικών ηγεσιών απέναντι στην πρόσφατη τότε
διαφοροποίηση των Κ.Κ. της Γαλλίας, της Ιταλίας και της Ισπανίας από
το «ορθόδοξο» σοβιετικό μοντέλο και την καθοδήγηση της Σοβιετικής
Ενωσης. Η διαφοροποίηση αυτή, που την επόμενη διετία κωδικοποιήθηκε ως
«ευρωκομμουνισμός»,
δεν ευδοκίμησε ιδιαίτερα (βλ. παραδίπλα). Σε μια πρώτη όμως φάση
φαινόταν να προσδίδει στα δυτικοευρωπαϊκά Κ.Κ. αυξημένη απήχηση και
δυναμική, προκαλώντας ανησυχία στους πολιτικούς εκπροσώπους του αστικού
κόσμου.
Το πιο ενδιαφέρον σημείο των πρακτικών της σύσκεψης είναι ίσως η ρητή
παραδοχή των συνομιλητών ότι, παρόλο που η ψυχροπολεμική προπαγάνδα
εμφάνιζε τον αντικομμουνισμό ως αντίδραση υπαγορευμένη από λόγους
εθνικής/κρατικής ασφάλειας απέναντι στην εξωτερική «σοβιετική απειλή»,
ο
πραγματικός εχθρός ήταν καθαρά εσωτερικός και κοινωνικός: η εκπροσώπηση
από το εγχώριο κομμουνιστικό κίνημα των λαϊκών τάξεων και των
διεκδικήσεών τους. Η Μόσχα μπορούσε απεναντίας να θεωρηθεί ακόμη και
δυνάμει σύμμαχος, στον βαθμό που ήταν σε θέση να «συμμαζεύει» τα Κ.Κ. σε συνεννόηση με τις αστικές κυβερνήσεις της Δύσης.
Στην επίμαχη συζήτηση μετείχαν οι
υπουργοί Εξωτερικών των ΗΠΑ
(Κίσινγκερ), της Αγγλίας (Τζέιμς Κάλαχαν), της Γαλλίας (Ζαν Σοβανιάρκ)
και της Δυτ. Γερμανίας (Χανς Ντίτριχ Γκένσερ), οι πολιτικοί διευθυντές
των ΥΠΕΞ της Γαλλίας (Φρανσουά Ντε Λαμπουλέ) και της Γερμανίας (Γκίντερ
Φαν Βελ) και ο σύμβουλος του Κίσινγκερ, Χέλμουτ Σόνενφελντ. Παρών, χωρίς να πάρει τον λόγο, ήταν επίσης ο αρχηγός των δυνάμεων του ΝΑΤΟ στην Ευρώπη (μετέπειτα ΥΠΕΞ των ΗΠΑ), στρατηγός
Αλεξάντερ Χέιγκ.
Τα όρια της ανεξαρτησίας
Η συζήτηση ξεκινά με την αποτίμηση της πρόσφατης διαφοροποίησης του
γαλλικού και του ιταλικού Κ.Κ. από το σοβιετικό (ΚΚΣΕ). Τα δυο κόμματα
είχαν κριτικάρει δημόσια την άρνηση της Μόσχας να επιτρέψει στον
αντιφρονούντα διανοούμενο Αντρέι Ζαχάροφ να παραλάβει το βραβείο Νόμπελ
για την ειρήνη. Η εξέλιξη αυτή συσχετίζεται με την πρόσφατη συνδιάσκεψη
του Ελσίνκι, την υπογραφή της «Τελικής Πράξης» για το απαραβίαστο των
συνόρων στην Ευρώπη και τις πιθανολογούμενες επιπτώσεις της στο καθεστώς
«περιορισμένης κυριαρχίας» που είχε επιβληθεί κατά τα ψυχροπολεμικά
χρόνια στο εσωτερικό και των δύο μπλοκ, παρ’ όλες τις μεταξύ τους
διαφορές.
ΚΙΣΙΝΓΚΕΡ: «Οσον
αφορά τις σχέσεις Ανατολής-Δύσης, υπογράμμισα τις σκέψεις μας στην
κλειστή συνάντηση [του Ατλαντικού Συμβουλίου του ΝΑΤΟ]. Θα ήθελαν οι
συνάδελφοί μου να εκφράσουν κάποιαν άποψη;»
ΚΑΛΑΧΑΝ:
«Νομίζω πως αυτό που δεν έχουμε ερμηνεύσει ακόμη είναι η αντίδραση της
Σοβιετικής Ενωσης στα άλλα ευρωπαϊκά Κομμουνιστικά Κόμματα που φαίνεται
να κηρύσσουν την ανεξαρτησία τους σε κάποιο βαθμό. Σε ποιον βαθμό θα
επηρεάσει αυτό, αν επηρεάσει, τη σοβιετική πολιτική; Δεν καλύψαμε αυτό
το ζήτημα στις συνομιλίες στο ΝΑΤΟ. Δεν έχω κάποια, ιδιαίτερη
πληροφόρηση επ’ αυτού. Ζαν, τι τρέχει στη Γαλλία;»
ΣΟΒΑΝΙΑΡΚ: «Το
γαλλικό Κ.Κ. έχει επιδείξει κάποια ανεξαρτησία, αλλά όχι πολλή. Γενική
εντύπωσή μου είναι πως τα πράγματα δεν βγήκαν ακριβώς όπως ήθελε ο
Μπρέζνιεφ. Ο τρόπος με τον οποίο κατέληξε το Ελσίνκι. Φαίνεται πως έχει
κάποιους μπελάδες. Θα υπάρξει κάποια κριτική στην ΕΣΣΔ για το Ελσίνκι».
ΚΙΣΙΝΓΚΕΡ: «Δεν είναι μικρό κατόρθωμα να έχουμε μια συνδιάσκεψη που δημιουργεί εσωτερικούς μπελάδες σε κάθε χώρα» (γέλια).
ΝΤΕ ΛΑΜΠΟΥΛΕ: «Δυο
εμπειρογνώμονές μας μελέτησαν αυτό το πρόβλημα. Μελέτησαν τις σχέσεις
των Κ.Κ. μετά το Ελσίνκι, τις σχέσεις της ΕΣΣΔ με τα Κ.Κ. και την Υφεση
αφ’ εαυτής. Εχω δώσει αντίγραφα στους συναδέλφους μου. Φαίνεται ότι στη
Ρωσία πραγματοποιείται μια συζήτηση σε σχέση με τις σχέσεις της
Σοβιετικής Ενωσης με τα Κ.Κ. της Δύσης, σχετικά με το ποια πλεονεκτήματα
μπορεί να αντλήσουν το ΚΚΣΕ και τα κομμουνιστικά κόμματα από τη
λεγόμενη καπιταλιστική κρίση. Δεν μπορούν να συμφωνήσουν. Ο τύπος τους
το υποδηλώνει. Υπάρχουν επίσης δογματικές διαφορές για το αν θα έπρεπε
να δεχτούν συμμαχίες με αριστερά κόμματα. Αυτό επίσης βγαίνει από τα
ειδικευμένα έντυπά τους».
Ο δαιμόνιος Χένρι δεν ξεχνά πως υπάρχει και τρίτος παίκτης στο
διεθνές κομμουνιστικό κίνημα. Κεντρικός άξονας της πολιτικής του υπήρξε,
άλλωστε, η απόσπαση της
Κίνας
από τη σοβιετική τροχιά και η μετατροπή της σε πολιτικο-στρατιωτικό
σύμμαχο της Δύσης κατά της Μόσχας. Θεωρεί, ως εκ τούτου, αξιόπιστες τις
συμβουλές τους για την αντιμετώπιση (και) των ευρωκομμουνιστών.
ΚΙΣΙΝΓΚΕΡ: «Σου έκαναν καμιά διάλεξη επ’ αυτού οι Κινέζοι;»
ΣΟΒΑΝΙΑΡΚ: «Ναι. Ηταν μέρος της επιθετικής σοβιετικής πολιτικής. Εχουν εν μέρει δίκιο. Δεν είναι συμβατή με την Υφεση».
ΚΙΣΙΝΓΚΕΡ: «Σ’
εμάς, οι Κινέζοι εξέφρασαν την αντίθεσή τους σε όλα τα ευρωπαϊκά Κ.Κ.
αδιακρίτως. Θεωρούν τον ρεβιζιονισμό απλώς μια σοβιετική τακτική.
Επέδειξαν ασυμβίβαστη αντίθεση σε κάθε συμμαχία».
Διαφορετική στάση εκφράζει ο Βρετανός υπ.Εξ. (και λίγο αργότερα
πρωθυπουργός). Σε αντίθεση με τον ρεπουμπλικανό Κίσινγκερ και τους
Γάλλους συντηρητικούς, ο ίδιος ανήκει στους Εργατικούς και θεωρεί πως η
διαφοροποίηση των Ευρωπαίων κομμουνιστών αποτελεί ταυτόχρονα
απειλή κι ευκαιρία για τους ιθύνοντες της Δύσης.
ΚΑΛΑΧΑΝ: «Δεν
μπορούμε να το χρησιμοποιήσουμε αυτό για να παίξουμε με το ιταλικό Κ.Κ.,
να τους υποχρεώσουμε να διακηρύξουν την ανεξαρτησία τους ή όχι; Ή αυτό
θα γινόταν μπούμερανγκ; Αν δεν χορεύουν στον σκοπό της Μόσχας, δεν
μπορούμε να βάλουμε τη Μόσχα να τους ελέγχει στις χώρες μας. Αυτά τα
κόμματα θα έχουν αξιόλογη εκλογική απήχηση αν είναι ανεξάρτητα από τη
Μόσχα. Οταν λένε πως το καπιταλιστικό σύστημα δεν περπατά, φαίνεται να
έχουν ένα καλό επιχείρημα όταν υπάρχουν έξι εκατομμύρια άνεργοι. Μπορεί
να μην είναι στην κυβέρνηση, έχουν όμως ουσιαστικό αντίκτυπο στη
διακυβέρνηση. Στον βαθμό που μπορούμε να δείχνουμε πως δεν είναι
ανεξάρτητα, μπορεί να μας είναι πολύ χρήσιμο εκλογικά».
ΚΙΣΙΝΓΚΕΡ: «Πώς ξέρουμε αν είναι ανεξάρτητα;»
ΝΤΕ ΛΑΜΠΟΥΛΕ:
«Ημουν με τον Ρουμόρ σ’ ένα δείπνο χθες βράδυ. Είπε πως αν φτάσουν ποτέ
στην εξουσία, ο [γενικός γραμματέας του ΙΚΚ] Μπερλινγκουέρ θα πεταγόταν
έξω με τις κλοτσιές. Είναι μόνο ένα προσωπείο».
Για τα αμερικανικά ΜΜΕ, η εκλογική επικράτηση των Ιταλών κομμουνιστών ισοδυναμούσε με «κρίση» και «απειλή»
Ο χριστιανοδημοκράτης
Μαριάνο Ρουμόρ ήταν πρωθυπουργός της Ιταλίας το 1973-74. Μετά την αντικατάστασή του αποκαλύφθηκε πως ήταν
στο μισθολόγιο της αμερικανικής αεροπορικής βιομηχανίας Λόκχιντ
για τις πολεμικές προμήθειες και μετά βίας γλίτωσε την παραπομπή σε
δίκη. Είχε, συνεπώς, κάθε λόγο να απεύχεται οποιαδήποτε πρόσβαση των
κομμουνιστών στα άδυτα των αδύτων της εθνικής ασφάλειας. Ο οικοδεσπότης
αξιοποιεί τον ισχυρισμό του για να επαναφέρει τη συζήτηση στον σωστό
δρόμο:
τον εντοπισμό του κινδύνου για το καπιταλιστικό σύστημα.
ΚΙΣΙΝΓΚΕΡ: «Η
λυδία λίθος δεν είναι αν θα έρχονταν στην εξουσία δημοκρατικά. Είναι αν
θα επέτρεπαν μια αναστροφή. Είναι δύσκολο για ένα κομμουνιστικό κόμμα να
παραδεχτεί πως η ιστορία μπορεί να αντιστραφεί και να επιτρέψουν την
απομάκρυνσή τους από την εξουσία με εκλογές».
ΦΑΝ ΒΕΛ: «Οι εφημερίδες τους λένε πως είναι υπέρ της δημοκρατικής αλλαγής».
ΚΙΣΙΝΓΚΕΡ: «Να έρχονται;»
ΦΑΝ ΒΕΛ: «Οχι, να φεύγουν».
ΓΚΕΝΣΕΡ: «Χρειαζόμαστε κάποια καλύτερη διασφάλιση».
ΚΙΣΙΝΓΚΕΡ:
«Είναι σχεδόν ασύλληπτο ότι, άπαξ και βρεθούν στην εξουσία, δεν θα
επιδιώξουν να επιφέρουν τέτοια πολιτική αλλαγή ώστε να μην μπορούν να
καταψηφιστούν».
ΦΑΝ ΒΕΛ: «Η ουσία αυτής της συνδιάσκεψης ήταν ότι θα δέχονταν δημοκρατική εναλλαγή».
ΚΙΣΙΝΓΚΕΡ: «Στον
βαθμό που μπορεί κανείς να εμπιστευθεί τη γνώμη τους, οι Κινέζοι
ισχυρίζονται πως το ισπανικό Κ.Κ. είναι πιο ανεξάρτητο από τη Μόσχα απ’
ό,τι το γαλλικό ή το ιταλικό».
ΝΤΕ ΛΑΜΠΟΥΛΕ: «Οι Σοβιετικοί οι ίδιοι ξέρουν ότι ένα Κ.Κ. στην κυβέρνηση δεν είναι συμβατό με την Υφεση».
ΚΙΣΙΝΓΚΕΡ:
«Πρέπει να συνειδητοποιούν ότι, άπαξ κι ένα απ’ αυτά εκλεγεί, τα δεξιά
κόμματα στις ΗΠΑ και την Ευρώπη θα το χρησιμοποιήσουν κατά της Υφεσης».
ΓΚΕΝΣΕΡ: «Δεν
υπάρχει ούτε ένα δυτικό Κ.Κ. που να έχει απεμπολήσει τον τελικό στόχο
του. Εξακολουθούν να θέλουν τη δικτατορία του προλεταριάτου. Αυτό είναι
το καθοριστικό σημείο. Ο κίνδυνος είναι αν γίνουν ελκυστικότερα στους
ψηφοφόρους. Είναι ευκολότερο για εμάς να δεχθούμε ορθόδοξα κόμματα παρά
κόμματα που δίνουν την εντύπωση πως είναι ανεξάρτητα. Οσο γίνονται πιο
ανεξάρτητα τόσο πιο δημοφιλή γίνονται. Το ιταλικό Κ.Κ. έχει έναν στόχο,
να γίνει ανεξάρτητο. Ο Ρουμόρ φοβόταν πως αν γινόταν εδώ μια συζήτηση
για τις εσωτερικές υποθέσεις της Ιταλίας, αυτό θα είχε επικίνδυνες
επιπτώσεις στους σοσιαλιστές. Με άλλα λόγια, θεωρεί πιθανό ένα Λαϊκό
Μέτωπο. Στη Γερμανία και τη Βρετανία δεν υπάρχει πρόβλημα».
ΚΑΛΑΧΑΝ: «Εκτός
από το ότι εξασθενεί τη Συμμαχία αν συμβεί αλλού. Θέση μου είναι ότι θα
έπρεπε να αναγνωρίσουμε πως [οι κομμουνιστές] είναι ακόμη ο πραγματικός
εχθρός κι όχι να τους αφήσουμε να αυξήσουν τη γοητεία τους. Παρόλο που
ως ενόχληση περισσότερο μετρούν αυτά τα μικρά κόμματα που τρυπώνουν σαν
σκουλήκι στα συνδικάτα, οι κομμουνιστές προκαλούν όντως λιγότερους
μπελάδες στην αντιμετώπισή τους. Δεν θα ‘πρεπε όμως να ξεγελαστούμε».
Ο πραγματικός εχθρός
Αυτοί που «τρύπωναν σαν σκουλήκια στα συνδικάτα» ήταν οι οργανώσεις
της ριζοσπαστικής βρετανικής Αριστεράς που το εκεί πολιτικό σύστημα
απέκλειε (κι εξακολουθεί να αποκλείει) από την κεντρική σκηνή,
παροχετεύοντας τη δραστηριότητά τους στα μαζικά κινήματα. Η συζήτηση δεν
αφορούσε όμως την όποια «ενόχληση» των αστών, αλλά το κομβικό ζήτημα
της εξουσίας ως απώτατο διακύβευμα της ταξικής πάλης.
ΣΟΝΕΝΦΕΛΝΤ: «Ανεξαρτήτως
του κατά πόσον [τα ευρωπαϊκά Κ.Κ.] αποτελούν μπελά για τη Μόσχα, η
άνοδός τους στις χώρες μας θα επηρεάσει όλη τη συζήτηση γύρω από τα
ζητήματα ασφαλείας και τις εσωτερικές προτεραιότητες κι αυτό θα
επηρεάσει μακροπρόθεσμα την ισορροπία δυνάμεων».
ΦΑΝ ΒΕΛ: «Το ζήτημα είναι αν θα τους καλλιεργήσουμε ή
θα τους εκθέσουμε και θα αμφισβητήσουμε τις προθέσεις τους. Θα ‘πρεπε
να τους ωθήσουμε ακόμη περισσότερο να αποδείξουν την ανεξαρτησία τους».
ΚΑΛΑΧΑΝ: «Πρέπει
να αναγνωρίσουμε πως αυτοί είναι ο πραγματικός εχθρός, ακόμη κι αν
είναι πιο ανεξάρτητοι. Δεύτερον, για το θεαθήναι, θα έπρεπε να
προσπαθήσουμε να τους κάνουμε να δείχνουν ως μη ανεξάρτητοι, για να τους
κάνουμε να προσπαθήσουν ακόμη περισσότερο να αποδείξουν την ανεξαρτησία
τους».
ΚΙΣΙΝΓΚΕΡ: «Το
πρόβλημα είναι ότι, αν τονίσουμε την ανεξαρτησία τους, δημιουργούμε την
εντύπωση πως αυτό είναι το μόνο εμπόδιο. Συμφωνώ με το πρώτο σας σημείο:
αυτοί είναι ο πραγματικός εχθρός, εν μέρει για τον λόγο που ανέφερε ο
Σόνενφελντ κι εν μέρει επειδή θα εξασθένιζε την υποστήριξη προς τη
Συμμαχία στην Αμερική».
ΓΚΕΝΣΕΡ: «Το
πρόβλημα θα ήταν ακόμη το ίδιο ακόμη κι αν ένα κόμμα εντελώς ανεξάρτητο
από τη Μόσχα -σαν την Αλβανία- ερχόταν στην εξουσία».
ΚΑΛΑΧΑΝ: «Πού οδηγεί αυτή η κουβέντα; Τους θέλουμε πιο ανεξάρτητους ή πιο εξαρτημένους;»
ΦΑΝ ΒΕΛ: «Χρειάζεται να τους αντιμετωπίσουμε και από
τις δυο απόψεις. Και ως τμήμα του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος και
στο ζήτημα της δέσμευσής τους στην κοινοβουλευτική δημοκρατία».
ΣΟΝΕΝΦΕΛΝΤ: «Να τους κάνουμε να αποδείξουν τη νομιμοφροσύνη τους στη δημοκρατία επί 20 χρόνια και τότε βλέπουμε».
Η υγειονομική ζώνη
Στο επίπεδο της πρακτικής, όλος ο προβληματισμός συμπυκνώνεται στο
ζήτημα της αποδοχής των κομμουνιστών ως ισότιμου παράγοντα της πολιτικής
ζωής των δυτικών χωρών. Θα πρέπει να διατηρηθεί ή όχι η υγειονομική
ζώνη ανάμεσα στα αστικά κόμματα και τους μέχρι πρότινος «δορυφόρους της
Μόσχας»;
ΚΙΣΙΝΓΚΕΡ: «Μα δεν θέλουμε να ενθαρρύνουμε τους διανοουμένους να επιχειρήσουν διάλογο μαζί τους».
ΓΚΕΝΣΕΡ: «Δεν είναι μόνο οι διανοούμενοι. Η Εκκλησία, επίσης, και άλλες ομάδες».
ΚΑΛΑΧΑΝ: «Είμαστε
αρκετά δυνατοί για να το χειριστούμε στο επίπεδο της διανόησης, γι’
αυτό κι εκείνοι είναι υπέρ της Υφεσης. Οχι όμως στα συνδικάτα. Το βρίσκω
πολύ ζόρικο να μιλήσω στα συνδικάτα γι’ αυτό».
ΚΙΣΙΝΓΚΕΡ: «Δεν
ξέρω αν επαφές με σοβιετικές ομάδες είναι εξίσου κακές όσο αυτό που
κάνουν στις ΗΠΑ οι Ιταλοί κομμουνιστές, κάνοντας αξιοσέβαστους τους
εαυτούς τους. Στον βαθμό που γίνονται αποδεκτοί στις ΗΠΑ, μπορούν να το
χρησιμοποιήσουν επίσης αυτό στην Ιταλία για να αποδείξουν το αξιοσέβαστό
τους. Οι σοβιετικές ομάδες είναι τόσο ατζούμπαλες».
ΦΑΝ ΒΕΛ: «Αρνηση επαφής σημαίνει ότι τους αγνοούμε».
ΚΙΣΙΝΓΚΕΡ: «Τι θα κερδίζαμε μιλώντας μαζί τους;»
ΦΑΝ ΒΕΛ: «Θα τους αντιμετωπίζαμε, θα τους αμφισβητούσαμε. Ιδίως τις εργατικές ομάδες».
ΚΙΣΙΝΓΚΕΡ: «Εννοείς τη Διεθνή Ομοσπονδία Εργασίας;»
ΦΑΝ ΒΕΛ: «Ναι».
ΚΙΣΙΝΓΚΕΡ:
«Αυτά είναι ζητήματα εσωτερικής πολιτικής. Ηταν το τίμημα που έπρεπε να
πληρώσουμε στον Τζορτζ Μίνι [τον ισόβιο πρόεδρο της αμερικανικής
συνομοσπονδίας AFL-CIO] για να αποφύγουμε το κόψιμο όλων των
χρηματοδοτήσεων του ΟΗΕ».
ΚΑΛΑΧΑΝ: «Οι φίλοι μου από τους Εργατικούς μού ζήτησαν να το θέσω. Δεν το επιδίωκα».
ΚΙΣΙΝΓΚΕΡ: «Στόχος
μας είναι να χρησιμοποιήσουμε τις δυο επόμενες χρονιές ενώ θα είμαστε
σ’ αυτή [τη ΔΟΕ] για να πετύχουμε μεταρρυθμίσεις ώστε να μπορούμε να
μείνουμε».
ΚΑΛΑΧΑΝ: «Πείτε
μου ποιες μεταρρυθμίσεις θέλετε κι οι άνθρωποί μας θα βοηθήσουν. Η
Σοβιετική Ενωση προσεγγίζει διαρκώς, λέγοντας “Γιατί δεν μπορούμε να
κάνουμε διάλογο;”».
ΓΚΕΝΣΕΡ: «Εχει
διαφορά για τα δυτικά συνδικάτα αν συνεργάζονται με τους κομμουνιστές
στις χώρες τους ή αν έχουν επαφές με Ανατολικοευρωπαίους. Τα συνδικάτα
μας έχουν επαφές παντού στην Ανατολική Ευρώπη αλλά είναι απαλλαγμένα από
κομμουνιστική επιρροή στη χώρα μας».
ΚΙΣΙΝΓΚΕΡ: «Το
πρόβλημα είναι πως άνθρωποι σαν τον [Γάλλο σοσιαλιστή] Μιτεράν ή τους
Ιταλούς εσκεμμένα επιδιώκουν επαφές υψηλού επιπέδου στις ΗΠΑ και το
χρησιμοποιούν αυτό στη χώρα τους για να αποδείξουν πως μπορούν να
διεξάγουν μια φιλοδυτική πολιτική. Αυτό θα οδηγήσει σε περιορισμό της
μέριμνας για την ασφάλεια και σε υπονόμευση της Συμμαχίας».
ΓΚΕΝΣΕΡ: «Δεν έγινα σαφής».
ΚΙΣΙΝΓΚΕΡ: «Καταλαβαίνω
τη θέση σου. Δέχομαι πίεση να μπλοκάρω τις επαφές με Ιταλούς
κομμουνιστές καθώς και με τους δικούς σου αριστερούς, Ζαν. Ας
επιστρέψουμε, τώρα, στη Σοβιετική Ενωση. [...]».
……………………………………………………………………………………………………
«Σωφροσύνη» χωρίς αντίκρισμα
Με την ύστερη γνώση που προσφέρει η χρονική απόσταση, ο αναγνώστης
των πρακτικών της «τετραμερούς» του 1975 ίσως παραξενευτεί με την
ανασφάλεια που διακατείχε τα επιτελεία των ισχυρότερων καπιταλιστικών
χωρών της υφηλίου απέναντι στον «(ευρω)κομμουνιστικό κίνδυνο». Θα
πρέπει, ωστόσο, να μην ξεχνάμε τις συνθήκες των ημερών.
Η πετρελαϊκή κρίση του 1973 είχε κλονίσει ριζικά την
πεποίθηση στην ικανότητα των δυτικών οικονομιών να αναπτύσσονται
βελτιώνοντας το επίπεδο ζωής των πολιτών τους και να επαγγέλλονται τη
σταδιακή άμβλυνση των κοινωνικών διαφορών.
Οι μισθωτοί της Δύσης αντιμετώπιζαν ξαφνικά, ύστερα από δυο
δεκαετίες, το φάσμα της ανεργίας και το ροκάνισμα των εισοδημάτων τους
από έναν διψήφιο πληθωρισμό. Η ύστατη εγγύηση της καπιταλιστικής τάξης
πραγμάτων, η στρατιωτική ισχύς των ΗΠΑ, είχε πληγεί ανεπανόρθωτα στις
ζούγκλες και τα υψίπεδα της Ινδοκίνας, ενώ το «σοσιαλιστικό μπλοκ»
ανέδιδε μιαν επίφαση ισχύος που φαινόταν να εγγυάται τη μακροημέρευσή
του. Αποκλεισμένα από την κεντρική πολιτική εξουσία μετά το ξέσπασμα του
Ψυχρού Πολέμου το 1947, τα κομμουνιστικά κόμματα της Γαλλίας και της
Ιταλίας διέθεταν αξιόλογη επιρροή:
21,4% των ψήφων στις βουλευτικές εκλογές του
1973 το πρώτο,
34,4% σ’ εκείνες του
1976 το δεύτερο. Οσο για το
Κ.Κ. Ισπανίας, τελούσε μεν ακόμη σε βαθιά παρανομία, αλλά θεωρούνταν ο μέγας άγνωστος μιας αβέβαιης μετάβασης που μόλις ξεκινούσε.
Η στόχευση του «ευρωκομμουνιστικού» ανοίγματος ήταν διττή:
επέκταση
της επιρροής των Κ.Κ. στα νέα μεσαία στρώματα που θα τους έδιναν την
εκλογική πλειοψηφία από τη μια, διασφάλιση απέναντι στο ενδεχόμενο
βίαιης απομάκρυνσής τους από τη (μελλοντική) εξουσία από την άλλη.
Το πρώτο επιχειρήθηκε με την κριτική στις αντιδημοκρατικές πρακτικές
του «υπαρκτού σοσιαλισμού» και την απάλειψη του καταστατικού στόχου της
«δικτατορίας του προλεταριάτου»
από το 14ο συνέδριο του ΙΚΚ (1975) και το 22ο του ΚΚΓ (1976). Ο φόβος
επανάληψης της χιλιανής τραγωδίας γέννησε πάλι τη στρατηγική του
«ιστορικού συμβιβασμού»: ακόμη κι αν το ΙΚΚ κατακτούσε την πλειοψηφία, διακήρυξε ο γενικός γραμματέας του,
Ενρίκο Μπερλινγκουέρ, θα επιδίωκε
να συγκυβερνήσει με τη δεξιά χριστιανοδημοκρατία για την από κοινού αντιμετώπιση της κρίσης.
Ο Ισπανός ομόλογός του,
Σαντιάγκο Καρίγιο, θεωρητικοποίησε τέλος την όλη στροφή, αντικαθιστώντας το μαρξιστικό-λενινιστικό δόγμα της
καταστροφής του αστικού κράτους με το θεώρημα του
εκ των ένδον σταδιακού μετασχηματισμού του.
Η τελική κατάληξη του εγχειρήματος αποδείχθηκε θλιβερή. Παρά τις
αλλεπάλληλες διαβεβαιώσεις των ευρωκομμουνιστικών ηγεσιών για τη
«σωφροσύνη» τους, οι πυλώνες του αστικού καθεστώτος έκαναν ό,τι περνούσε
από το χέρι τους για να ανακόψουν την πρόσβασή τους στην εξουσία. Στην
περίπτωση της Ιταλίας υπήρξε ακόμη και ανοιχτή απειλή από τον Κίσινγκερ
πως οι ΗΠΑ δεν επρόκειτο να ανεχθούν την παρουσία κομμουνιστών στην
κυβέρνηση.
Τελικά
το ΙΚΚ αποδέχθηκε τη στρατηγική επιλογή των καπιταλιστών για μετακύληση του βάρους της κρίσης στις πλάτες των λαϊκών τάξεων και στήριξε μια δεξιά κυβέρνηση «εθνικής αλληλεγγύης» με πρωθυπουργό τον
άκρως διεφθαρμένο Αντρεότι, στην οποία το ίδιο δεν έγινε καν δεκτό (1976-79). Εφτασε μάλιστα στο σημείο
να
εξιδανικεύσει τη «λιτότητα» ως «κοινή αξία χριστιανών και κομμουνιστών»
και να καλύψει πολιτικά την αιματηρή καταστολή των δυναμικών (και συχνά
βίαιων) εκδηλώσεων διαμαρτυρίας που προκάλεσε η εφαρμογή αυτής της πολιτικής.
…………………………………………………………………………..
ΔΙΑΒΑΣΤΕ
«National Security Archive Publishes Digitized Set of 2,100 Henry
Kissinger “Memcons” Recounting the Secret Diplomacy of the Nixon-Ford
Era» http://www.gwu.edu/~nsarchiv/NSAEBB/NSAEBB193/). Η πρώτη δημοσίευση
του εγγράφου που παρουσιάζουμε σήμερα, μαζί με 19 ακόμη «πρακτικά
συνομιλιών» του Χένρι Κίσινγκερ, συμβούλου εθνικής ασφαλείας και κατόπιν
υπ.Εξ. των ΗΠΑ κατά την επταετία 1969-76.
Henry Kissinger, «Χρόνια ανανέωσης»
(Αθήνα 2000, εκδ. Νέα Σύνορα – Α.Α. Λιβάνης). Τα απομνημονεύματα του
υπουργού Εξωτερικών της κυβέρνησης Φορντ αποσιωπούν πλήρως την ύπαρξη
της άτυπης «Τετραμερούς», περιέχουν όμως μια σύντομη αφήγηση για την
αντιμετώπιση του «ευρωκομμουνιστικού κινδύνου» (σ. 662-9). Αποκαλυπτική η
αντιπαραβολή της με τα πρακτικά της συζήτησης που δημοσιεύουμε.
Σαντιάγκο Καρίγιο, «Ευρωκομμουνισμός και κράτος»
(Αθήνα 1978, εκδ. Θεμέλιο). Απόπειρα θεωρητικής θεμελίωσης της
πολιτικής στροφής των κυριότερων δυτικοευρωπαϊκών κομμουνιστικών
κομμάτων από τον τότε γενικό γραμματέα του Κ.Κ. Ισπανίας.
Ernest Mandel, «Κριτική του Ευρωκομμουνισμού» (Αθήνα
1980, εκδ. Νέα Σύνορα – Α.Α. Λιβάνης). Τροτσκιστική πολεμική,
επικεντρωμένη στη συνέχεια μεταξύ ευρωκομμουνισμού και σταλινικής
λαϊκομετωπικής κληρονομιάς.
Ετιέν Μπαλιμπάρ, «Για τη δικτατορία του προλεταριάτου»
(Αθήνα 1978, εκδ. Οδυσσέας). Το βασικό κείμενο εσωκομματικής διαφωνίας
με την προγραμματική στροφή του γαλλικού Κ.Κ. κατά το 22ο συνέδριο του
1976. Οι απαρχές της ταξικής συνεργασίας εντοπίζονται -κι εδώ- στη
συνταγματική θεσμοθέτηση του τέλους της ταξικής πάλης στην ΕΣΣΔ επί
Στάλιν (1936).
………………………………………………………………..
Φορείς του ΙΟΥ: Τάσος Κωστόπουλος, Αντα Ψαρρά, Δημήτρης Ψαρράς ios@efsyn.gr
Εφημερίδα των Συντακτών, 13-14/04/2013